διατοίχηση — και διατοίχιση, η η ταλάντευση πλοίου που οφείλεται σε τρικυμία, παρακύλισμα, μπότζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < διατοιχώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Ηλία Κανελλόπουλο] … Dictionary of Greek
ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… … Dictionary of Greek
μποτζάρω — και μποτζίρω [μπότζι] (για πλοίο) υφίσταμαι διατοιχισμό, δηλαδή οι πλευρές μου κινούνται προς τα επάνω ή προς τα κάτω περί τον διαμήκη άξονα, λόγω μέτριου ή ισχυρού ανέμου που πνέει κάθετα ή πλάγια προς αυτές, καθώς και λόγω κυματισμού που έχει… … Dictionary of Greek
μπόντζι — το βλ. μπότζι … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
παρακύλισμα — και παρακύλημα, το 1. ναυτ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρακυλώ, η διατοίχηση ή διατοιχισμός, κν. μπότζι 2. κύλισμα, βούτηγμα μέσα σε κάτι με περιστροφικές κινήσεις 3. φρ. «παρακυλίσματος κίνηση» ιατρ. συνολική κυματοειδής κίνηση τής… … Dictionary of Greek
σκάφος — Σύνολο εξωτερικών και εσωτερικών στοιχείων, που επιτρέπουν σ’ ένα πλοίο να πλέει και να αντέχει στις πιέσεις στις οποίες υπόκειται κατά τις διάφορες συνθήκες χρήσης. Σ’ ένα μεταλλικό πλοίο, το στεγανό περίβλημα (επίρραμμα), που αποτελεί το… … Dictionary of Greek
διατοίχιση — Κίνηση ταλάντωσης ενός πλωτού μέσου γύρω από τον διαμήκη κεντροβαρικό άξονά του, η οποία γίνεται με διαδοχική ανύψωση και καταβύθιση των πλευρών ως προς την κανονική θέση τους. Ονομάζεται και μπότζι. Στα πλοία η δ. οφείλεται στην εναλλαγή μεταξύ… … Dictionary of Greek
ιπτάμενο πλοίο — Σκάφος του οποίου η καρίνα ανυψώνεται κατά τον πλου από το νερό, εξαιτίας υδροδυναμικού φαινομένου, το οποίο οφείλεται σε ένα είδος επιπέδων, που μοιάζουν με πτερύγια και μένουν κατά ένα μέρος βυθισμένα στο νερό. Το ι.π. μπορεί να αναπτύξει… … Dictionary of Greek
ιστιοφόρο — Είδος σκάφους που πλέει με τη βοήθεια ιστίων. Μετά την εισαγωγή της μηχανικής πρόωσης και ιδιαίτερα μετά την τελειοποίηση των μηχανών εσωτερικής καύσης πολλά ι. διαθέτουν και βοηθητική μηχανή, την οποία χρησιμοποιούν για ιδιαίτερους ελιγμούς και… … Dictionary of Greek